- καταφέρεται
- καταφέρωbring downpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ARAR — fluv. Galliae Narbonensis ex monte Vogeso, in confinio lotharingiae, per Comitatum et Ducatum Burgundiae fluit, ubi auctus fluv. Dubi aliisque et rigatis Graeô, Cabillone et Matiscone Rhodanum iuxta Lugdunum se exonerat. Clarus ponte Caesaris,… … Hofmann J. Lexicon universale
PADUS — fluv. Italiae, nulli amnium claritate inferior, praecipue poenâ Phaethontis nobilis, de qua vide Eridanus; sie enim amnis iste Graecis Poetis dici solet. Martial. l. 10. Epigr. 12. v. 2. Et Phaethonteei qui petis arva Padi. De vocabulo Padi, ita… … Hofmann J. Lexicon universale
αγγελοβάρημα — το χτύπημα που καταφέρεται από τον άγγελο τού θανάτου, αιφνίδιος θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + βάρημα] … Dictionary of Greek
αγγελόκρουσμα — το [αγγελοκρούω] 1. αιφνίδιο θανατηφόρο πλήγμα, που καταφέρεται από τον άγγελο τού θανάτου, ή ασθένεια που προξενεί ακαριαίο θάνατο 2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
ανταίος — Μυθολογικό πρόσωπο.Γίγαντας, γιος του Ποσειδώνα και της Γαίας. Βασίλευε στη Λιβύη και προκαλούσε όσους ξένους έφταναν στο βασίλειό του να αγωνιστούν μαζί του (η λέξη ανταίος σημαίνει αντίπαλος). Τους νικούσε όμως όλους, επειδή μόλις έβλεπε πως… … Dictionary of Greek
γροθιά — η (Μ γροθέα και γρονθέα) [γρόθος] 1. κλειστό χέρι με σφιγμένα τα δάχτυλα 2. χτύπημα που καταφέρεται με αυτόν τον τρόπο νεοελλ. 1. σιδερένιο όπλο το οποίο έχει τρύπες όσες και τα δάχτυλα τού χεριού και προσαρμόζεται σε αυτό ώστε να καταφέρονται… … Dictionary of Greek
επιπροσώπειος — ἐπιπροσώπειος, ον (Μ) ο κατά τού προσώπου, αυτός που καταφέρεται πάνω στο πρόσωπο … Dictionary of Greek
καρπαζιά — η 1. ισχυρό και ηχηρό χτύπημα που καταφέρεται με την παλάμη στο κεφάλι και ιδίως στον σβέρκο άλλου, κόλαφος 2. φρ. «είναι για καρπαζιές» (για πρόσ.) δεν έχει καμιά αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < τουρκ. karapazi «είδηση»] … Dictionary of Greek
καταυχένιος — ια, ιο (Α καταυχένιος, ον, θηλ. και ενία) αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά τού αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ. β. «καταυχενίοις [ή ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο… … Dictionary of Greek